- ἀκρωρείᾳ
- ἀκρωρείᾱͅ , ἀκρώρειαmountain ridgefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκρώρεια — mountain ridge fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρώρεια — Αρχαία ονομασία του υψιπέδου της Φολόης στην Ηλεία. Σήμερα ονομάζεται Κάπελη. * * * η (Α ἀκρώρεια) άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού (AM) το άκρον άωτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται] … Dictionary of Greek
ακρώρεια — η βουνοκορφή: Τις ακρώρειες αυτές τις κρατούσε ο εχθρός κι έπρεπε με κάθε τρόπο να τις πάρουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρωρείας — ἀκρωρείᾱς , ἀκρώρεια mountain ridge fem acc pl ἀκρωρείᾱς , ἀκρώρεια mountain ridge fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωρειῶν — ἀκρώρεια mountain ridge fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωρείαις — ἀκρώρεια mountain ridge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωρείης — ἀκρώρεια mountain ridge fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρώρειαι — ἀκρώρεια mountain ridge fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρώρειαν — ἀκρώρεια mountain ridge fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Acroríta — ACRORÍTA, æ, Gr. Ἀκρορείτης, ου, ein Beynamen des Apollo, unter welchem er zu Sicyon verehret wurde, und den er von Ἀκρώρεια, Bergspitze, führet, weil er seinen Tempel auf dergleichen Höhe hatte. Steph. Byz. in Ἀκρώρεια, & ad eum de Pinedo l. c … Gründliches mythologisches Lexikon